- χίασμα
- το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χνεοελλ.1. το σημείο Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο χωρίο σε έγγραφο2. ανατ. το σημείο διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο χίασμα»)3. βιολ. ορατή στο μικροσκόπιο δομή σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες κατά τη μειωτική διαίρεση τού κυττάρου4. φρ. «οπτικό χίασμα»α) ανατ. η διασταύρωση τών ινών τών οπτικών ταινιών σε σχήμα Χ, στο κεντρικό τμήμα τού μέσου κρανιακού βόθρου, προτού σχηματίσουν τα οπτικά νεύραβ) «σύνδρομο τού οπτικού χιάσματος»ιατρ. αμφικροταφική ημιανοψία, πτώση τής οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη ατροφία τού οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο σύνδρομοαρχ.σταυροειδής επίδεσμος.
Dictionary of Greek. 2013.